Ο σηκωμός της εργατικής τάξης στα Επτάνησα (Α΄μεροσ)

Άρθρο – έρευνα του Αλέκου Πρίφτη για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στα Επτάνησα

Έναν αιώνα πριν, την Πρωτομαγιά του 1921, οι εργαζόμενοι της Κέρκυρας πορεύτηκαν μαχητικά στους δρόμους της πόλης με συνθήματα και τραγουδώντας τη «Διεθνή» των Εργατών.

Με μπάντα της Παλαιάς Φιλαρμονικής στην κεφαλή.

Με συνθήματα για το 8ωρο που και πάλι, έναν αιώνα μετά, αποτελεί θέμα της ημερήσιας διάταξης του ελληνικού εργατικού κινήματος.

Τόσο δυναμικά, τόσο ωραία, εγιορτάστηκε η Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα πριν από εκατό χρόνια.

Όπως βέβαια, στην ύπαιθρο κυρίως, γιορτάστηκε επίσης με τραγούδια και με το παραδοσιακό έθιμο. Με το γνωστό μαγιόξυλο.

Νέοι εργάτες-τραγουδιστές, συνήθως με κάτασπρα ρούχα και κόκκινα μαντίλια στον λαιμό. περιέφεραν έναν κορμό τρυφερού νιού κυπαρισσιού σκεπασμένο με κίτρινες μαργαρίτες και χλωρά κλαδιά, τραγουδώντας.

Τη χαρά, τα τραγούδια, τις ελπίδες που φούντωναν κάθε Πρωτομαγιά στα Επτάνησα τον 19ο αιώνα απαθανάτισε στα 1880-1885, λίγους μήνες ή λίγα χρόνια πριν απ’ τη θυσία των Αμερικανών εργατών στο Σικάγο, ο Χαράλαμπος Παχής στην υπέροχη ζωγραφιά του με τίτλο «Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα» που βρίσκεται στο κερκυραϊκό παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης. Οι πρώτες επτανησιακές αρέκιες και αριέτες, ας θυμίσουμε εδώ, όπως έχει αποδείξει ο Νίκιας Λούντζης δεν ήταν παρά τραγούδια της δουλειάς, συχνά από ναύτες.

Οι ναύτες, αποτέλεσαν άλλωστε, λόγω της πρώιμης ορμητικής ανάπτυξης της επτανησιακής εμπορικής ναυτιλίας από τον 18ο αιώνα ακόμη, το πιο πολυάριθμο και ίσως πιο δυναμικό κομμάτι της αναπτυσσόμενης επτανησιακής εργατικής τάξης τον 19ο αιώνα, καθώς η αστική τάξη στα Επτάνησα αναπτύχθηκε πολύ πιο πρόωρα και ολοκληρωμένα απ’ ό,τι η ίδια αυτή τάξη στην ηπειρωτική Ελλάδα. Επίσημα στοιχεία μαρτυρούν ότι ειδικότερα στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα η ναυτιλία αριθμούσε ίσως περί τα 200 σημαντικού μεγέθους ιστιοφόρα πλοία και άλλα μικρότερα μέσα θαλάσσιων μεταφορών και ανέρχονταν  σχεδόν σε 4.000 οι εργαζόμενοι σ’ αυτά και σε συναφείς λιμενικές και ναυπηγικές εργασίες. Συνυφασμένη εξάλλου με πληρώματα των βενετικών πλοίων, που λόγω απληρωσιάς εξεγέρθηκαν μαζί με Κερκυραίους κι εκατέλαβαν με όπλα το παλάτι του Βενετού διοικητή, είναι η «ανταρσία στην Κέρκυρα το 1640, η καταγεγραμμένη μερικώς στην τυπωμένη το 1672 στη Βενετία «Della historia di Corfu» πρώτη «Ιστορία της Κέρκυρας», γραμμένη απ’ τον Ανδρέα Μάρμορα. Στη Ζάκυνθο έχουν εντοπιστεί, επίσης, ίχνη ύπαρξης «Συντεχνίας Ναυτών» απ’ το 1561.   

Τον κλάδο τους αφορούσε και η πρωταρχική νομική πράξη του 19ου αιώνα στα Επτάνησα σχετικά με εργαζόμενους. Το 1803. Τότε, στο επτανησιακό κρατικό μόρφωμα εκείνης της περιόδου, εκδόθηκε «Κανονισμός Ναυτιλίας της Ιονικής Πολιτείας» με προβλέψεις, όπως βεβαιώνει ο Γεράσιμος Παγκράτης, για τη σύνθεση των πληρωμάτων των πλοίων. Είχε συνταχθεί ο Κανονισμός αυτός, σύμφωνα με τον Ντίνο Κονόμο, με φροντίδα του Ιωάννη Καποδίστρια. 

Για να γυρίσουμε στο 1921, με τη συγκέντρωση και την πορεία στο κέντρο της πόλης, λοιπόν, τότε αφενός τιμήθηκε δυναμικά η θυσία και το μήνυμα του αγώνα των Αμερικανών εργατών στο Σικάγο το 1886 και, αφετέρου, η εργατική τάξη του νησιού διαδήλωσε τα δικά της δίκαια.

Μέρες πριν, από τον Απρίλιο, για την προετοιμασία της εκδήλωσης αντηχούσαν, θαρρείς, με πίστη για τη Νίκη, οι αισιόδοξοι σολωμικοί στίχοι για το νικηφόρο Αύριο:

Αύριο θα κόψουμε κάτι λουλούδια

αύριο θα ψάλουμε κάτι τραγούδια

εις την πολύανθη Πρωτομαγιά.

Να που η δροσόβολη αύρα ξυπνάει

και ψιθυρίζοντας μοσχοβολάει

από τ’ αρώματα τ’ αυγερινά.

Σ’ τα φύλλα επέρναε και της καρδίας

σαν τα κινήματα της φαντασίας

που ζωγραφίζουνε την ευτυχιά.

Οι στίχοι, δηλαδή, απ’ την «Τρελή Μάνα» του Διονύσιου Σολωμού που θρηνεί τον χαμό των δυο παιδιών της. Πού κολλάνε εδώ, θα πείτε ίσως, οι στίχοι του Σολωμού για την «πολύανθη» Πρωτομαγιά με την Εργατική Πρωτομαγιά που ως Ημέρα της εργατικής τάξης καθιερώθηκε διεθνώς το 1889, δηλαδή τριάντα δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Ζακύνθιου ποιητή στην Κέρκυρα; Κι όμως εκείνος πρώτος, πολύ πριν η Πρωτομαγιά γίνει διεθνές σύμβολο του αγώνα των εργατών για τα δικαιώματά τους και μιαν ευτυχισμένη κοινωνία, προφητικά θα ‘λεγε κανείς, εσυνέδεσε στην «Τρελή Μάνα» του την Πρωτομαγιά με την ευτυχία. Εκτός αν υποθέτετε ότι στις συνθήκες της Κατοχής τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε ηλικία 17 ετών, άστοχα ο Μίκης Θεοδωράκης εμπνεύστηκε απ’ αυτούς τους στίχους για να ξεκινήσει να γράφει την περίφημη «Τρίτη Συμφωνία» του διαμηνύοντας σ’ αυτή, μ’ αυτούς ακριβώς τους στίχους στον νου, την Πρωτομαγιά της Ελευθερίας!

Το 1942 εσυνέβη αυτό, δεκαέξι χρόνια πριν ο Θεοδωράκης το 1958 μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου για τον θρήνο μιας μάνας για τη δολοφονία του διαδηλωτή αυτοκινητιστή γιου της στις μεγάλες απεργιακές διαδηλώσεις των εργαζομένων στη Θεσσαλονίκη το 1936.

Τότε, τον Μάη του ’36, ας το πούμε εδώ, μαζί με την εργατιά της Θεσσαλονίκης είχαν ξεσηκωθεί οι εργαζόμενοι σε όλα τα νησιά του Ιονίου όσο ποτέ πριν!

Ο Διονύσιος Σολωμός στην Κέρκυρα, μην ξεχνάμε, σε μια περίοδο κατά την οποία στην Ευρώπη εργάτες είχαν αρχίσει να προβάλλουν σε αστικές επαναστάσεις τα δικά τους αιτήματα και ο ίδιος σε επιστολή του τις είχε υποστηρίξει ως προάγγελο του Καλού, έγραψε λίγους στίχους σωσμένους με τον τίτλο «Το Ψίχαλο» που συνεχίζουν να απασχολούν ερευνητές για τη σημασία τους. Οι μαθητές του τους ενέταξαν, προφανώς όχι τυχαία, στα Επιγράμματα του ποιητή, μαζί με την περίφημη «Ωδή του προς τους Επτανησίους». Να τι λένε:

Σε βλέπω πάντα που κυλάς·

για πες μου, ψίχαλο,

πού πας;

Πού πας ομπρός οπίσω;

— Τον κόσμο να φωτίσω.

Τον γιορτασμό του 1921 στην Κέρκυρα, για να επιστρέψουμε πάλι σ’ αυτόν, διέσωσε στη συλλογική μνήμη ο κομμουνιστής-αγωνιστής Μάχος Ρούσης, που το όνομά του φέρει πλατεία της πόλης της Κέρκυρας. Είναι αποτυπωμένη σε σημειώσεις του συναγωνιστή του Στέφανου Ριζικάρη δημοσιευμένες στο βιβλίο «Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας». Στην περιοχή της Σπηλιάς είχε γίνει η συγκέντρωση. Η πορεία στη συνέχεια «διασχίζει τη Νικηφόρου Θεοτόκη, ενώ προπορεύεται η μπάντα της Παλαιάς Φιλαρμονικής και στην κεφαλή μια κόκκινη σημαία. Καθώς η μπάντα παιανίζει, οι εργάτες τραγουδούν τη «Διεθνή» και φωνάζουν ρυθμικά το αίτημα της εποχής: «Θέλουμε οχτάωρο». Η πυκνή διαδήλωση περνά από το Λιστόν, την Ευγενίου Βουλγάρεως και καταλήγει στο Δημοτικό Θέατρο, στα προπύλαια του οποίου εκφωνούνται λόγοι και μετά ο κόσμος διαλύεται».

Επρόκειτο, δίχως άλλο, για έναν μαζικό γιορτασμό, με έντονα ταξικά χαρακτηριστικά και πίστη στη νικηφόρα πορεία του εργατικού αγώνα. Ως την τελική νίκη που μ’ ετούτα λόγια εσάλπιζε για τα κοινωνικά «ψίχουλα» του Κόσμου όλου η γραμμένη στη Γαλλία το 1871 «Διεθνής», ο Ύμνος αυτός της παγκόσμιας εργατικής τάξης που τραγουδούσαν:

Το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει

σα βροντή σαν κεραυνός.

Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια

όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης

που ζούσαμε στην καταφρόνια

θα γίνουμε το παν εμείς.

* * *

Στον αγώνα ενωμένοι

κι ας μη λείψει κανείς

* * *

Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες

με πλάνα λόγια μας γελούν

της γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες

μοναχοί τους, θα σωθούν…

Για να λείψουν τα δεσμά μας

για να πάψει πια η σκλαβιά

να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας

και της ψυχής μας τη φωτιά.

Την είχαν συστήσει «επί τη βάσει της πάλης των τάξεων, έξω κάθε αστικής επιρροής, με τάσεις και σκοπόν την χειραφέτησιν του προλεταριάτου», σωματεία των ξυλουργών, καπνεργατών, αρτεργατών, εργατών αλευροποιίας και ραπτεργατών, με την υποστήριξη σωματείων των χτιστών, των αμαξηλατών και των υποδηματεργατών και ίσως και άλλων εργατικών σωματείων του νησιού. Πού να ξέραμε ακριβώς, φίλες και φίλοι, πόσα ετράβηξαν οι πρόγονοί μας εργαζόμενοι εκείνου του καιρού για να σώσουν τα σωματεία τους -που με πόσους κινδύνους και κατατρεγμούς εδημιούργησαν- από τις βάρβαρες συχνά προσπάθειες των αστικών κομμάτων και των μεγαλοεπιχειρηματιών να τα φέρουν στα μέτρα τους, να τα κάνουν του χεριού τους! Είχαν αναγκαστεί το 1921 να διαχωρίσουν τη θέση τους από την συμβιβασμένη με τα αφεντικά, όπως έλεγαν, ηγεσία του τοπικού Εργατικού Κέντρου. 

Έμεινε στην Ιστορία εκείνος ο μαζικός γιορτασμός. Ένας επαναστάτης ποιητής ήταν ανάμεσα στους βασικούς ομιλητές. Ο Σπύρος Νικοκάβουρας.

Στίχοι δύο Κερκυραίων ποιητών, του Νικοκάβουρα και του Νίκου Λευτεριώτη, είχαν ήδη προβληθεί στην Αθήνα, κατά τις προετοιμασίες του κεντρικού γιορτασμού της Πρωτομαγιάς στην ελληνική πρωτεύουσα, από τις 17 Απριλίου. Εκείνη τη μέρα του 1920 η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» η προσκείμενη τότε στο ηλικίας δύο ετών Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, που τέσσερα χρόνια αργότερα μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, εκυκλοφόρησε με δικούς τους εργατικούς-σοσιαλιστικούς στίχους στην πρώτη σελίδα της, το κύριο θέμα της οποίας ήταν μήνυμα «Προς τους προλετάριους όλης της Ελλάδος» για τον επικείμενο γιορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς.

Με το σονέτο «Λένιν» του Νικοκάβουρα για τον οδηγητή της Ρωσικής Επανάστασης πάνω ψηλά και το ποίημα «Χαίρε Ρωσία» του Λευτεριώτη κάτω δεξιά.

Η τόσο έντονη δραστηριότητα του εργατικού κινήματος στα Επτάνησα εκείνον τον καιρό ήταν που έκανε αργότερα τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, φίλες και φίλοι, να γράψει με αρκετή υπερβολή ότι τότε στην Κέρκυρα, ως επίκεντρο της Επτανήσου, βρισκόταν το «γενικό στρατηγείο»  των εργατικών – σοσιαλιστικών οργανώσεων της Ελλάδας.

Στην Κέρκυρα, από έναν μαθητή του Σολωμού γεννημένο στην Κεφαλονιά και μεγαλωμένο στην Κέρκυρα που πέρασε στην Ιστορία ως ο καλύτερος συνεχιστής του, εγράφτηκε προς τα τέλη του 19ου αιώνα το πρώτο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον Γιώργο Βαλέτα, ποίημα για τον Εργάτη, έστω με παρότρυνση να μη «ζηλεύει» τον πλούτο των αφεντικών του. Δεν είναι το πρώτο, είναι αχρονολόγητο, φέρει τον τίτλο «Εργασία» όπως βλέπετε στο πρωτότυπο με τα γράμματα του ποιητή και είναι γεγονός ότι -σε μια εποχή που η εργατική τάξη «σήκωνε κεφάλι» στα νησιά μας- αναγνωρίζει και εξαίρει τον ρόλο της. Περιλαμβάνεται σε ευρύτερη ποιητική συλλογή που εκδόθηκε το 1899 με τον τίτλο «Ψίχαλα». Αφορά τους εργάτες γης και ανήκει στον ποιητή Γεράσιμο Μαρκορά, τον γνωστό κυρίως για το ποίημά του «Όρκος» σχετικά με το ολοκαύτωμα του Αρκαδιού στην Κρήτη.

Μιλά για τον εργάτη και τον κόπο του. Ο ίδιος νωρίτερα έγραψε το ποίημα «Σκαφτιάς». Ύμνησε τον εργάτη γης που «λαλήματ’ άλλα καρτερεί να χαιρετήσουν μιαν αυγή που φως αιώνιο θάχει», ενώ σε άλλους του στίχους εσημείωσε: «Αν οι φτωχοί και αγνώριστοι» δεν βρίσκουν θέση στην «άχαρη τέτοιου καιρού ιστορία», η φήμη τους με τους στίχους του «για λίγο καν ας ακουστεί στον έρμο αυτόν αέρα»! 

Για να ‘ρθει το 1915 ένας άλλος μαθητής -πνευματικός μαθητής αυτός- του Σολωμού, ο νεότερος ποιητής Γεράσιμος Σπαταλάς από το κερκυραϊκό χωριό Σιναράδες να διακηρύξει με στίχους πρωτοποριακούς στην Ελλάδα ότι η ρίζα του κακού έχει όνομα για τα πάθη των εργατών και του λαού και αυτό είν’ ετούτο: «Καπιταλισμός».

Το ομώνυμο ποίημά του είδε το φως το έτος αυτό στην Αθήνα σε ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «Αιμάτων σταλακτίτες». Ξεχασμένο σε πλήρη λήθη ενός και πλέον αιώνα, βλέπει ξανά το φως προσφάτως ψηφιοποιημένο από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής για τον φωτισμό των αιματηρών κιόλας αγώνων των εργαζομένων στα Επτάνησα για την πρόοδο.

Να και πώς αυτά συνδέονται με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στα νησιά μας, όπως αναδεικνύεται από περιγραφή του εικονιζόμενου στα γεράματά του εμβληματικού σοσιαλιστή – κομμουνιστή φιλόλογου Νίκου Βαρότση στον Γεράσιμο Χυτήρη για την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα στην έντονα βιομηχανική τότε Κέρκυρα, όταν στο νησί «έλυνε και έδενε» ο επί τέσσερις φορές «εκλεκτός» της αστικής τάξης και των βιομηχάνων της Κερκυραίος πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης:  

«Μια μέρα -αφηγήθηκε ο Βαρότσης- μ’ ευρήκε στο δρόμο ο δικηγόρος Γιώργης Καίσαρης, αδελφός του καθηγητή… Με προσκάλεσε σε μια συγκέντρωση εργατών, που θα γινόταν σε λίγες μέρες, σε μια σάλα, όπου κατά προτίμηση, δίνονταν χοροί από την ισραηλιτική κοινότητα, στο καντούνι των Αγίων Πάντων. Πήγα και βρήκα τη σάλα γεμάτη. Ανέβηκε ο Καίσαρης στο πατάρι των μουσικών κι άρχισε να μιλεί. Τότες ήταν ο Βενιζέλος στα πράμματα, ύστερα από το Γουδί. Υποστήριζε και συνιστούσε πως χρειάζεται η εργατική τάξη ν’ αποχτήσει συλλόγους (…), επιδίωκε να τραβήξει τους εργάτες με το μέρος του. Αυτή την πρόθεση προσπαθούσε να εξυπηρετήσει κι ο Καίσαρης. Οι εργάτες, όμως, που είχαν αποθαρρυνθεί από τα πολιτικά κόμματα της εποχής, διαμαρτυρήθηκαν για όσα υποστήριζε ο ομιλητής και τον εξανάγκασαν να διακόψει το λόγο του. Μερικοί τους στράφηκαν σ’ εμένα και με παρακάλεσαν να μιλήσω. Τους αποκρίθηκα πως δεν μπορούσα, γιατί είχα προσκληθεί από τον Καίσαρη. Συνέστησα, όμως, στον Γεράσιμο Σπαταλά, τον ποιητή, που καθόταν δίπλα μου, να μιλήσει αυτός. Ο Σπαταλάς δέχτηκε, ανέβηκε στο πατάρι κι άρχισε να μιλεί (…) Ανέβηκα κι εγώ στο πατάρι και μίλησα στους εργάτες με μετριοπάθεια, για μια μελλοντική σοσιαλιστική κατάσταση. Κατέληξα στη διαπίστωση πως χρειαζόταν ένας αρχηγός για την κίνηση αυτή και πρότεινα τον λόγιο Ντίνο Θεοτόκη. Όταν οι εργάτες ακούσανε «Θεοτόκης», νομίσανε πως πρόκειται για άτομο της οικογένειας του πολιτικού Γ. Θεοτόκη και με αποδοκιμάσανε με δυνατές φωνές. Τους εξήγησα πως πρόκειται γι’ άλλο πρόσωπο, αντίθετο στην πολιτική του Τζώρτζη Θεοτόκη. Τελικά συμφωνήσανε και υπογράψαμε όλοι μια πρόσκληση του Ντίνου, με 300 περίπου υπογραφές. Ο Θεοτόκης δέχτηκε και σε μια συνέλευση -δεν θυμάμαι αν ήταν η πρώτη- έφερε μαζί του και τον Κ. Χατζόπουλο, τον ποιητή και πεζογράφο, που, επιστρέφοντας από το Μόναχο στην Αθήνα, βρισκότανε περαστικός στην Κέρκυρα. Από τις πρώτες συγκεντρώσεις πήρανε μέρος και οι αδελφοί Σπύρος και Νίκος Λευτεριώτης, ειδοποιημένοι από μένα. Γίνηκε πολύ γρήγορα μια σημαντική κίνηση, με οργάνωση πολλών εργατών, τόσο που ν’ ανησυχήσει τον Τζώρτζη Θεοτόκη. Βάλθηκε και πέτυχε να μας διαλύσει».

Είχαν ν’ αντιμετωπίσουν δηλαδή κι «εχθρούς ντυμένους φίλους» από κόμματα της εποχής, εκτός από τους κλασικούς πολέμιούς τους, για να χρησιμοποιήσουμε λόγια του κατοπινού σπουδαστή στη Σχολή Υπαξιωματικών στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Μέσα από ένα αδιάκοπο, από τα πράγματα αναγκαστικό «ομπρός οπίσω» αναπτύχθηκε το εργατικό κίνημα στα Επτάνησα.

Είναι ακόμη άγνωστο, ωστόσο, πότε άρχισε να γιορτάζεται η Εργατική Πρωτομαγιά στα Επτάνησα. Μόνον υποθέσεις ότι αυτό άρχισε τα τέλη του 19ου αιώνα μπορούμε, προς το παρόν, να κάνουμε.

Επτανήσιοι με στενούς δεσμούς με τα νησιά τους ήταν άλλωστε το 1894 οι τρεις από τους τέσσερις ομιλητές, μαζί με τον Κρητικό Σταύρο Καλλέργη, στον πρώτο μεγάλο, μαζικό γιορτασμό της Πρωτομαγιάς απ’ όλους μαζί τους εργατικούς και σοσιαλιστικούς πυρήνες στην Αθήνα.

Ο πιο γνωστός είναι ο Ιθακήσιος Πλάτων Δρακούλης, που ήδη το 1885 είχε εκδώσει το φιλεργατικό-φιλοσοσιαλιστικό περιοδικό «Άρδην» συσπειρώνοντας γύρω του φίλους των νέων ιδεών όπως ο Σταύρος Καλλέργης και το 1891 είχε κυκλοφορήσει το γνωστό «Εγχειρίδιον του Εργάτου, ήτοι Αι Βάσεις του Σοσιαλισμού».

Οι άλλοι δύο Επτανήσιοι ήταν ο Κεφαλονίτης φοιτητής-τυπογράφος Ευάγγελος Μαρκαντωνάτος και ο Παξινός εργάτης Δημήτρης Γραμματικός, δισεγγονός του οποίου η έρευνα εντόπισε ότι ζει στην Αθήνα. Στοιχεία για εκείνη τη συγκέντρωση απαθανάτισε και ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος σε δημοσιεύματά του όπως το εικονιζόμενο, καθώς και στο βιβλίο του «Ιστορία του εργατικού κινήματος».

Πιο αναλυτική για όλους τους ομιλητές, η αθηναϊκή «Εφημερίς» διέσωσε: «Πρώτος μίλησε ο Πλάτων Δρακούλης. Ο λόγος του ήταν συνετός. Έκανε μάλλον διάλεξι επάνω στο ιστορικό της εργατικής πρωτομαγιάς. Δεύτερος μίλησε ο Σταύρος Καλλέργης. Ο λόγος του ήταν πολεμικός και γεμάτος μίσος κατά της πλουτοκρατίας. Με τη δυνατή φωνή του ανέπτυξε το σοσιαλιστικό πρόγραμμα (…) «Ποίοι είμεθα και τι θέλομεν; Είμεθα σοσιαλισταί και θέλομεν επί του παρόντος την βελτίωσιν της θέσεως των εργατών και την διάδοσιν της ιδέας της εντελούς χειραφετήσεως αυτών εν τω μέλλοντι. Την επιτυχίαν δε του σκοπού μας, θα ζητήσωμεν κατ’ αρχάς με ειρηνικά μέσα, εάν δε δεν το κατορθώσωμεν, δια πάσης θυσίας θα φροντίσωμεν να πραγματοποιήσωμεν τους σκοπούς μας…». Ύστερα μίλησε ο Ευάγγελος Μαρκαντωνάτος, σα νέος (…) έβγαλε λόγο γεμάτο φωτιά και λαύρα. Κήρυξε φανερά πως οι εργάτες μόνο με επαναστατικά μέσα μπορούν να ξεσκλαβωθούν. Και τελευταίος ο Δ. Γραμματικός, που τόνισε κυρίως την ανάγκη της μόρφωσης. «Πρέπει» είπε «να μορφωθούμε. Αν δεν μορφωθή ο εργάτης δεν μπορεί να ξυπνήση. Χωρίς μόρφωση δεν γίνεται τίποτε»». Ειδικά για τον γεννημένο στην Κεφαλονιά το 1868 Μαρκαντωνάτο, άρθρο του οποίου με τον τίτλο «Η πολυτέλεια ως προνόμιο που πηγάζει από το γένος και τον πλούτο» είχε δημοσιευτεί τον Δεκέμβριο του 1892 σε φύλλο τής απ’ το 1890 γνωστής εφημερίδας «Σοσιαλιστής» του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» υπό τον Καλλέργη, η επίσης αθηναϊκή εφημερίδα «Ακρόπολις» διέσωσε ότι η ομιλία του «προκάλεσε ενθουσιώδεις ζητωκραυγάς δια την σοσιαλιστικήν ιδέαν».

Πόσες και πόσες σκευωρίες οργάνωσαν από τότε «χέρι-χέρι» το αστικό κράτος και οι μεγαλοκεφαλαιούχοι, θέτοντας πολλαπλώς στην υπηρεσία τους ακόμη και ανθρώπους καλής θέλησης, για να ενοχοποιήσουν και να διαβάλλουν το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα;

Με αφορμή μια μυστηριώδη άφαντη επιστολή που ο Μαρκαντωνάτος «ομολόγησε» ότι είχε συντάξει ο ίδιος, εξαπολύθηκαν διώξεις εις βάρος γνήσιων και ανυπότακτων αγωνιστών με την ψευδή κατηγορία ότι δήθεν συμμετείχαν σε «σχεδιασμό δολοφονίας» και «οικονομικό εκβιασμό» εναντίον του τραπεζίτη-μεγιστάνα Ανδρέα Συγγρού, εμβληματικής μορφής της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας!

Έναν περίπου μήνα μετά την Πρωτομαγιά του 1894 συνελήφθησαν από αξιωματικούς της Ασφάλειας, μεταξύ των οποίων και ο Μιλτιάδης Έβερτ που γιος του ήταν ο αστυνομικός διευθυντής στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944 κι εγγονός του ο ομώνυμος  αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας έναν αιώνα μετά, έντεκα αγωνιστές του νεαρού εργατικού κινήματος. Ανάμεσά τους και οι Επτανήσιοι Αλέξανδρος Ματιάτος και Διονύσιος Μάργαρης. Οι κατηγορίες στα δικαστήρια εκατέρρευσαν πανηγυρικά. Ωστόσο νωρίτερα, τις 30 Ιουλίου, ο καταγόμενος από τη γη του Σολωμού και του Κάλβου αγωνιστής Μάργαρης γινόταν ο πρώτος αγωνιστής του εργατικού κινήματος που έπεφτε νεκρός στο πλαίσιο των διώξεων εις βάρος των πρωταγωνιστών της καθιέρωσης της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα. Στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα των Αθηνών άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία πενήντα ετών, εξαιτίας των άθλιων συνθηκών κράτησης. «Από το πολύ το ξύλο», όπως έγραψε ο Κορδάτος.

Συνελήφθη και ο Καλλέργης, με την κατηγορία ότι «εν συστάσει μετ’ άλλων προκάλεσε απείθειαν προς τους νόμους και διατάραξιν της ειρήνης της πολιτείας»!  

Ο «Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος» του Καλλέργη, συγγενείς του οποίου είχαν μετοικήσει από την Κρήτη στα Επτάνησα μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδιού το 1866 καθώς ο πατέρας του ήταν απ’ τους αγωνιστές του επαναστατικού κινήματος και εξαπολύθηκαν διώξεις εις βάρος της οικογένειας, είχε αρκετά μέλη στα Επτάνησα. Σχετικά στοιχεία βεβαιώνουν πως είχε αναπτύξει οργανωτικούς δεσμούς τόσο στην Κέρκυρα όσο και στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά.

Εσώθηκε στα Αρχεία Σταύρου Καλλέργη, φίλες και φίλοι, μια εκπληκτική επιστολή που αποδεικνύει πόσο βαθιές είναι οι ρίζες του εργατικού κινήματος στα Επτάνησα και ίσως πιο δυναμικά απ’ όλα τα νησιά, τότε, στη γη του Σολωμού, όπου ελάχιστα τεκμήρια σώζονται μετά τις πυρκαϊές των σεισμών του 1953, όπως λίγο-πολύ και στην Κεφαλονιά. Πρόκειται για επιστολή «Σοσιαλιστικού Συλλόγου Ζακύνθου» προς την «Διεύθυνσιν του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» στην Αθήνα.

Ημερομηνία;

Η 1η Ιουλίου 1890!

Τότε και στη συνέχεια ένας 20χρονος το 1890 Ζακύνθιος φοιτητής, ο Άγγελος Μωρέττης, συγγραφέας κιόλας κοινωνικού μυθιστορήματος με τον τίτλο «Μυστηριώδης αποκάλυψις», εστάθηκε ο πιο σταθερός συνεργάτης-συντάκτης της εφημερίδας «Σοσιαλιστής» του Καλλέργη, που είχε στο πρώτο φύλλο της υπότιτλο «Εφημερίς του λαού» και από το επόμενο «Εφημερίς των εργατών».  Ένας άλλος πρωτοπόρος Επτανήσιος, ο Κερκυραίος Δημήτριος Ζούλας, εκείνα τα χρόνια ήταν ίσως το πρώτο θύμα δικαστικών διώξεων στα ίδια τα Επτάνησα για το εργατικό ζήτημα και τη συστράτευση με τους σοσιαλιστές. Ήταν συντάκτης σε βραχύβια εφημερίδα στην Κέρκυρα με τον τίτλο «Σπίθα». Μάλλον τα τέλη του 1893 εδημοσίευσε/εξέδωσε δυσεύρετη πια «αντιπλουτοκρατική» μελέτη με τίτλο «Τα απόκρυφα της Κέρκυρας», στιγματίζοντας την καταλήστευση των εργατών και του λαού από την οικονομική και πολιτική ολιγαρχία του τόπου. Για να αποφύγει εξάμηνη φυλάκιση έφυγε στην Αθήνα και μετά στο Παρίσι. Σώζονται στο Μουσείο Μπενάκη, όπως προκύπτει από αυτή την έρευνα, οι σχετικές επιστολές του προς τον Σταύρο Καλλέργη.

Μια εκδήλωση που έγινε στην Κέρκυρα τα τέλη της στερνής δεκαετίας του 19ου αιώνα, χωρίς να είναι ακόμη εφικτός ο ακριβής προσδιορισμός της χρονολογίας, δεν είναι άσχετη ίσως, φίλες και φίλοι, με την ακόλουθη προτροπή του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» της Αθήνας σε υποστηρικτές του ανά την Ελλάδα για τον με κάθε τρόπο γιορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς εκείνα τα χρόνια: «Καθ’ όσον ουδέν μέσον πρέπει να παρορώμεν, όπερ τείνει εις την εξάπλωσιν των αρχών ημών και εις την ευόδωσιν του επιδιωκομένου σκοπού, συνέλθετε και υμείς αυτόθι, την ημέραν εκείνην όσοι ασπάζεσθε τας αρχάς του σοσιαλισμού και εορτάσετε είτε διασκεδάζοντες, είτε φωτογραφούμενοι, είτε δι’ οιουδήποτε άλλου τρόπου και μετά ταύτα συντάξητε τηλεγράφημα απευθυνόμενον εις το καθ’ ημάς κεντρικόν συμβούλιον όπου θα αγγέλετε ότι εορτάσατε την σοσιαλιστικήν 1η Μαΐου».

Δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν αποδειχθεί, καθώς συνεχίζονται οι σχετικές έρευνες, ότι μια αντίστοιχη εικόνα άλλης παρόμοιας εκδήλωσης αφορά τον πρώτο γιορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς στα Επτάνησα. Η φωτογραφία που μόλις είδατε χρονολογείται στο 1898 ή το 1899.

Εικονίζονται μέλη της «Εργατικής Αδελφότητας» της Κέρκυρας σε εορταστική εκδήλωση-εκδρομή σε προάστιο της πόλης του νησιού, στην τοποθεσία Ανάληψη, μαζί με μέλη της κερκυραϊκής Φιλαρμονικής «Μάντζαρος». Η δημιουργία της πρώτης το 1887 και της δεύτερης το 1890 δεν ήταν καθόλου άσχετες με την αλματώδη βιομηχανική ανάπτυξη του νησιού, την ανάδυση μιας ολοένα και πιο ευάριθμης και ισχυρής νέας εργατικής τάξης, αλλά και με την ωρίμανση των ιδεών οργανωτικής αυτονόμησης της τάξης αυτής για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της, σε αντιπαράθεση με την αστική τάξη. Είκοσι οκτώ χρόνια πριν συσταθεί στη χώρα πολιτικό κόμμα στο όνομα των δικών της συμφερόντων, δηλαδή πριν ιδρυθεί το 1918 στον Πειραιά το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ) που το 1924 μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και των πρώτων σοσιαλιστικών πυρήνων της Κέρκυρας αναζήτησαν την πολιτιστική ταξική αυτονόμησή της, με την ίδρυση της Φιλαρμονικής «Μάντζαρος». Σκοπός της τελευταίας ήταν «η διατήρησις Μουσικού θιάσου προς ψυχαγωγίαν της εργατικής τάξεως». Σύμφωνα με τον εργατικό-σοσιαλιστικό χαρακτήρα της που έχει επαρκώς πιστοποιήσει ο Γιώργος Ζούμπος, τα μέλη της έπρεπε «να ανήκωσιν εις την εργατικήν της νήσου Κερκύρας τάξιν» στο σύνολό τους ή τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα τους, όπως ορίστηκε λίγο μετά, «ίνα μη η ανωτέρα τάξις πλεονάση της εργατικής».

Η «Εργατική Αδελφότης» της Κέρκυρας, που το αρχικό σήμα της του 1887 ξαναφτιαγμένο παραμένει σε κεντρικό σημείο της πόλης του νησιού στην πλατεία Σκαραμαγκά θυμίζοντας τη δράση της, αποτέλεσε σταθμό στην πορεία ως την κατάκτηση της ενιαίας συνδικαλιστικής, διεκδικητικής οργανωμένης δράσης των Κερκυραίων εργατών και υπαλλήλων. Ήταν ενδιάμεσος σταθμός, με βασικό αντικείμενο την κάλυψη βιοτικών αναγκών των μελών της, την οργάνωση εκδηλώσεων, την προετοιμασία για τα επόμενα βήματα της οργανωμένης ταξικής αντιπαράθεσης με τη δημιουργία κλαδικών και εργοστασιακών σωματείων και ενιαίας συνδικαλιστικής οργάνωσης, όπως πρώτος και με πολλά στοιχεία για τη δράση της ετεκμηρίωσε ο Γραμματέας του ΕΑΜ Κεφαλονιάς Σπύρος Λουκάτος με έρευνά του στην Κέρκυρα πριν από τρεις δεκαετίες, πολύ πριν εγκύψει στο ίδιο θέμα η Κωνσταντίνα Πουλιάση του Ιονίου Πανεπιστημίου. Αντίστοιχοι συλλογικοί φορείς έδρασαν άλλωστε και στα άλλα νησιά του Ιονίου και στην υπόλοιπη Ελλάδα, συχνά με την υποκίνηση των πρώτων σοσιαλιστικών πυρήνων και οργανώσεων.

Δύο εργάτες κι ένας υπάλληλος, ο ξυλουργός Αλβέρτης Καραβίας, ο σιδεράς Κάρολος Καμιλιέρης και ο εικονιζόμενος διαγγελέας στο αγγλικό τηλεγραφείο Σπύρος Γαούτσης που κληρονόμησε σ’ αυτήν ό,τι είχε και δεν είχε για την υποστήριξη εργατικών οικογενειών χωρίς προστάτη-πατέρα κι ο τάφος του βρίσκεται στο Αγγλικό Κοιμητήριο του νησιού, τέθηκαν επικεφαλής του συνδέσμου «Εργατική Αδελφότης» στην Κέρκυρα, ως ιδρυτικά μέλη του, το 1887. Ο Γαούτσης έγινε ευεργέτης της. Έτσι, όπως έγραψαν, εδόθηκαν «σάρκα και οστά εις ιδέαν προ δωδεκαετίας όλης κυκλοφορούσης παρά τη ημετέρα κοινωνία άνευ πρακτικού τινός αποτελέσματος».  

Μήνα σημαδιακό, Μάη, ιδρύθηκε το έτος αυτό η κερκυραϊκή «Εργατική Αδελφότητα» που αποτέλεσε, κατά τον Λουκάτο, την «πρωταρχή του εργατικού κινήματος στα Επτάνησα, κάτω από την επίδραση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας». Σύμφωνα με διακηρύξεις και τον Κανονισμό της, που ψηφίστηκε την 1η Ιουνίου 1877, ήταν «σύλλογος αλληλοβοηθείας των εργατών» και «σύμβολον της εν συμπνοία συνεργασίας και της εν αδελφική αγάπη αλληλοβοηθείας» των εργατών του νησιού. Βασικός σκοπός ήταν «η συγκέντρωσις του εργατικού στοιχείου, ο σύνδεσμος και η ανακούφισις αυτού», πριν απ’ όλα με την περίθαλψη ασθενών εργατών, χάρη στον «οβολό του εργάτου». Όπως τονιζόταν, «ο σύλλογος εργάζεται εις το αποκλειστικό συμφέρον της εργατικής τάξεως». Τον Ιούλιο του 1888 είχε συσπειρώσει 410 τακτικά μέλη και 58 δωρητές. Επικεφαλής της πρώτης, οκταμελούς διοίκησης τέθηκε ο Μ. Μπουκαούρης.

Η «Εργατική Αδελφότητα» ίδρυσε «Εσπερινή των εργατών σχολή» με τον τίτλο «Διδακτική Αδελφότης «Πρόοδος»», που προσέφερε δωρεάν μαθήματα, μεταξύ άλλων και Οικονομίας, τέσσερις φορές την εβδομάδα. Επίσης, προχώρησε στην απόκτηση τριώροφου «ιδιόκτητου του Συλλόγου σπιτιού» επί της τότε οδού Επιδάμνου. Για κάποιο χρονικό διάστημα η δημοτική Αρχή είχε σταθεί «επίκουρος».      

Αυτή η «Εργατική Αδελφότητα» συνέχισε τη λειτουργία της με διαδοχικές τροποποιήσεις του καταστατικού της το 1894, το 1898 και το 1905, ενώ μια παραλλαγή της λειτουργεί υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες ακόμη και σήμερα.

Η εργατική οργανωτική αυτονόμηση, σε συνδυασμό με τις σοσιαλιστικές ιδέες, γνώρισε ανάπτυξη ως ιδέα στα Επτάνησα πριν ακόμη απ’ το 1887, με τη μορφή σοσιαλιστικών πυρήνων που μόνο μεμονωμένα μέλη τους υποστήριζαν τον επιστημονικό σοσιαλισμό ή πιο σωστά ιδέες μέρος των ιδεών του Καρλ Μαρξ, ξεπερνώντας χριστιανοσοσιαλιστικές, αναρχικές και άλλες ουτοπικές σοσιαλιστικές αντιλήψεις. Μιλώντας για την περίοδο πριν το 1885, ο Κορδάτος έχει βεβαιώσει ότι «σοσιαλιστές υπήρχαν στη Σύρα, στην Αθήνα, στην Κέρκυρα, στην Πάτρα, στην Κεφαλονιά κι’ αλλού από τα 1875».

Τον «σπόρο» με έντυπο είχε ρίξει πρώτος το 1875 στην Κεφαλονιά ο αγωνιστής Παναγιώτης Πανάς, ο πιο δυναμικός πολιτικός επίγονος των Επτανησίων Ριζοσπαστών και υποστηρικτής της σολωμικής πνευματικής κληρονομιάς. Ήταν ο εκδότης της τοπικής μαχητικής εφημερίδας «Εργάτης», που συνέχισε για έναν χρόνο την έκδοσή της στο νησί και στη συνέχεια την εξέδωσε στην Αθήνα, πριν τη συνεχίσει πάλι στην Κεφαλονιά. Ίχνη σύνδεσης του Πανά με την Κέρκυρα, με προσπάθεια ίδρυσηςσυλλόγου με την επωνυμία «Ρήγας», χρονολογούνται στα 1871, το έτος δηλαδή της γνωστής ως «Παρισινή Κομμούνα« εργατικής εξέγερσης στο Παρίσι, για πρωταγωνιστή της οποίας ο Πανάς είχε γράψει στίχους.

Το «εργατικόν ζήτημα» άρχισε τότε, με ασάφειες έστω, να τίθεται με το όνομά του. Με ουτοπικές ακόμη σοσιαλιστικές ιδέες βέβαια, μα με έμφαση, καθώς η εργατική τάξη αναζητούσε τρόπους έκφρασης των δικών της αυτοτελών συμφερόντων!

Ο Πανάς ήταν ο «μέντορας» του Πλάτωνα Δρακούλη και των μεταγενέστερων Επτανήσιων πρωτοπόρων υποστηρικτών των εργατικών και των σοσιαλιστικών ιδεών, συμπεριλαμβανομένου του συμπατριώτη του Μαρίνου Αντύπα, καθώς και σοσιαλιστών της Πάτρας με επτανησιακή καταγωγή. Στην Αθήνα έδρασε και μέσω του Δημοκρατικού Συλλόγου «Ρήγας», ενώ συνέβαλε τα μέγιστα στην εκλογή του επίσης Κεφαλονίτη κοινωνικού αγωνιστή Ρόκκου Χοϊδά, σθεναρού υποστηρικτή των εργατικών δικαιωμάτων, σε βουλευτή του νησιού το 1875. Ο Χοϊδάς ήταν ο πρώτος Έλληνας βουλευτής του σοσιαλιστικού χώρου.

Αν ο Δρακούλης ήταν ο «πατέρας», ο Πανάς, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε συλλέξει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου, ήταν ο «παππούς» των φιλεργατικών-φιλοσοσιαλιστικών ιδεών στα Επτάνησα και από τους βασικούς συντελεστές της διάδοσής τους σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, καθώς και σε άλλες χώρες της Βαλκανικής. 

Στην Κέρκυρα η πρώτη εφημερίδα με εργατικό τίτλο, αν και με ασαφείς ιδέες, εκδόθηκε το 1881. Ήταν η αγροτο-εργατική εβδομαδιαία εφημερίδα «Οι Εργάται», με υπεύθυνο έκδοσης φιλοαγροτιστή πολιτικό που έθετε και ζητήματα των εργατών γης.

Για να ακολουθήσει πέντε ή έξι χρόνια μετά, στα 1886-1887, ο «Εργάτης». Εφημερίδα κυριακάτικη, με υπεύθυνο έκδοσης τον Ιωάννη Λευθεριώτη, σαφέστερα προσανατολισμένη σε γενικά θέματα της εργατικής τάξης της Κέρκυρας, με την υποστήριξη της «Εργατικής Αδελφότητας» και σοσιαλιστών απ’ όλα τα Επτάνησα και, κυρίως, απ’ την Κεφαλονιά.

Θα περνούσαν κάποια χρόνια ακόμη ώσπου ν’ αποκτήσουν οργανωτική διάσταση στο νησί το 1894 «Σοσιαλιστικό Κέντρο» στο «βόλτο του Κοκκίνη» στο κέντρο της πόλης και το ίδιο έτος, τον Αύγουστο του 1894, σαφέστερη εργατική συνδικαλιστική κίνηση με την ονομασία «Εργατική Ένωσις Κέρκυρας» και μέλη εργάτες από διάφορους κλάδους, καθώς η ιδέα του συνδικαλισμού κέρδιζε σταδιακά έδαφος, ενώ τα μεγάλα αφεντικά και το πολιτικό προσωπικό τους αντιδρούσαν.

Η «Εργατική Ένωσις Κέρκυρας», όπως προκύπτει από υποστηρικτικό δημοσίευμα της τοπικής εφημερίδας «Φωνή» που εντόπισε ο Λουκάτος, ήταν καρπός πρωτοβουλίας «φιλοτίμων και εντίμων εργατών και νέων, εμφορουμένων υπό φιλοπροόδων και φιλελεύθερων αρχών». Το καταστατικό της είχε συντάξει ο δικηγόρος Γεώργιος Καίσαρης. Σύμφωνα με αυτό, τακτικά μέλη μπορούσαν να γίνουν «πάντες οι ανήκοντες εις την εργατικήν ή επί μισθώ εργαζομένην τάξιν», ενώ έκτακτα μέλη «όσοι εμφορούνται από ιδέας και αρχάς, ας επιδιώκει ο Σύλλογος και διά τον πλούτον των γνώσεών των ή της κοινωνικής των θέσεως δύνανται να εργασθούν διά τον σύλλογον». Για την προώθηση των σκοπών της Ένωσης προβλέφθηκαν η συγκρότηση βιβλιοθήκης και αναγνωστηρίου, η έκδοση εφημερίδας, η δημιουργία «ταμιευτηρίου βοηθημάτων» και η δωρεάν πρακτική διδασκαλία «ωφελίμων γνώσεων», μεταξύ των οποίων Ιστορίας και Οικονομίας. Ως βασικό σκοπό ο σύλλογος είχε την «ηθική και υλική αλληλοβοήθεια των εργατικών αυτού μελών», κυρίως των πασχόντων και των ανέργων, σε συνδυασμό με την «κατά το δυνατόν διανοητική, ηθική και υλική πρόοδο των εργατικών και επί μισθώ εργαζομένων τάξεων του νησιού».  

Γρήγορα, εννοείται, το κεφάλαιο έλαβε τα μέτρα του. «Υστερόβουλοι» και «ελαφρόνοες», όπως έγραψε η «Φωνή», αντέδρασαν «διαδίδουσιν άρηττα αθέμιτα» μεταξύ «των νομομοφρόνων, των ηθικών και φιλανθρώπων συμπολιτών μας». Άρχιζε η πολιτική του καρότου και του μαστιγίου. Παράλληλα με τους διανοούμενους και τους επιστήμονες που πλησίαζαν τη νεαρή  εργατική τάξη ανιδιοτελώς για να την υποστηρίξουν και να φωτίσουν τον δρόμο της, ενεργοποιήθηκαν αντίστοιχες δυνάμεις για να την ποδηγετήσουν και να την κρατήσουν κάτω από την επιρροή των αστικών κομμάτων και της αστικής ιδεολογίας, πρεσβεύοντας τη συνεργασία των τάξεων ή ακόμη και ακίνδυνες χριστιανοσοσιαλιστικές ουτοπικές θεωρίες, καθώς και τη χρήση της καθαρεύουσας αντί της δημοτικής. Το νεαρό τοπικό εργατικό κίνημα δεν θ’ αργούσε να βρει σύμμαχό του το ισχυρό τοπικό δημοτικιστικό κίνημα, με επικεφαλής την Κερκυραία λογία Ειρήνη Δενδρινού. 

Μόλις το 1934, σύμφωνα με το καταστατικό του, ιδρύθηκε το Εργατικό Κέντρο Ζακύνθου των ημερών μας. Ωστόσο θεωρείται σύμφωνα με κάποιες αναφορές, δικαίως μάλλον, το παλαιότερο Εργατικό Κέντρο της χώρας, ως διάδοχος φορέας άλλου Εργατικού Κέντρου του νησιού ή αντίστοιχου δευτεροβάθμιου/διακλαδικού συνδικαλιστικού φορέα, πολύ προγενέστερου.

Γεγονός είναι ότι το 1919, σύμφωνα με στοιχεία που φέρνει στο φως η παρούσα έρευνα, στη Ζάκυνθο εκυκλοφορούσε μια θαυμαστή εφημερίδα «Εργάτης». Ήταν «Εφημερίς εργατική εκδιδομένη παρά του «Εργατικού Κέντρου Ζακύνθου»». 

Είτε συμβολικά λόγω της Μέρας της Γυναίκας, είτε τυχαία, το πρώτο φύλλο της εκδόθηκε τις 8 Μάρτη 1919.

Μαχητικός, ο Ζακύνθος «Εργάτης» αποκαλύπτει πόσα και πόσες συκοφαντίες οι πρόγονοί μας είχαν ν’ αντιμετωπίσουν, ακόμη και λίγο πριν χαράξει το 1920. «Ληστρικάς συμμορίας» αποκαλούσαν ισχυρές μερίδες της κυρίαρχης τάξης τα συνδικάτα των εργαζομένων!

Στην πρώτη του σελίδα ο «Εργάτης» κατήγγειλε ότι συνδικαλιστές των λεμβούχων του νησιού είχαν καταδικαστεί «εις διακοσίων δραχμών πρόστιμον έκαστος» και σε πιο σημαντική ποινή ο πρόεδρος οικείου σωματείου. Η απαίτησή τους να εφαρμοστεί σχετικός Κανονισμός θεωρήθηκε «αυθάδεια», προφανώς έναντι των Αρχών.

Επικρατέστερη χρονολογία ίδρυσης ενιαίου φορέα συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των εργατοϋπαλλήλων του νησιού με άτυπη μάλλον μορφή Εργατικού Κέντρου, σύμφωνα με ορισμένες αναφορές που απαιτούν περαιτέρω τεκμηρίωση, είναι το 1902. Άλλες σχετικές αναφορές κάνουν λόγο για το 1892, παραπέμποντας πιθανώς σε ίδρυση και λειτουργία Εργατικής Αδελφότητας, αντίστοιχης εκείνων των άλλων νησιών μας. Πολλά στοιχεία προς τεκμηρίωση συνηγορούν στο ότι η Ζάκυνθος κάθε άλλο παρά υστέρησε. Οι ρίζες άλλωστε της συντεχνιακής οργάνωσης στα Επτάνησα από τον 16ο αιώνα, ακόμη και ναυπηγών και βυτοποιών, είναι ισχυρότερες ίσως από οπουδήποτε αλλού στη Ζάκυνθο.  

Μπορούμε να θεωρήσουμε βασίμως ότι στο νησί-λίκνο του επτανησιακού Ριζοσπαστισμού, στην Κεφαλονιά -όπου ο πλούτος της εικονιζόμενης αγγλοϊόνιας Ιονικής Τράπεζας δεν κρυβόταν- έγινε στα Επτάνησα ο πρώτος γιορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς, με τρόπο που φαντάζει σήμερα αδόκιμος, πολύ περισσότερο αν ξεχάσουμε την προτροπή του Σταύρου Καλλέργη τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890 να γιορταστεί η Εργατική Πρωτομαγιά παντού στη χώρα, εν ανάγκη «είτε διασκεδάζοντες, είτε φωτογραφούμενοι, είτε δι’ οιουδήποτε άλλου τρόπου», με λιγοστά λόγια έστω;

Τα διαθέσιμα στοιχεία, όσο δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί άλλα, αυτό μαρτυρούν!

Στο Αργοστόλι το 1895, σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε ο Λουκάτος για μια σχετική εκδήλωση, φαίνεται ότι γιορτάστηκε για πρώτη φορά η Εργατική Πρωτομαγιά στα Επτάνησα. Έστω, όπως αναφέρουν σχετικές μαρτυρίες, «κατ’ ασθενή απομίμησιν της αλλαχού υπό των εργατών ενεργουμένης πολιτικής πανηγύρεως». Μαζί με τη Φιλαρμονική του Αργοστολιού ο τοπικός «Εργατικός Σύνδεσμος «Η Αλληλοβοήθεια»» την Πρωτομαγιά του 1895 «εξέδραμον» στο σπήλαιο του Αγίου Γερασίμου κοντά στην πόλη. Στον γιορτασμό υπήρχαν μεταξύ άλλων «ψητοί αμνοί και οίνος». Τότε στα Επτάνησα, έτσι, ο κύβος ερρίφθη! Η παράδοση του γιορτασμού της Εργατικής Πρωτομαγιάς στο σημείο αυτό εκράτησε πέντε δεκαετίες, μέχρι το 1946.

Έναν μήνα περίπου πριν ξεκινήσει τη δράση της η «Εργατική Ένωσις Κέρκυρας», τον Ιούλιο του 1894, προφανώς με κάποιον συντονισμό, στο Αργοστόλι αποφάσιζαν και συγκροτούσαν αντίστοιχο φορέα με την ονομασία «Εργατικός Σύνδεσμος «Η Αλληλοβοήθεια»», με «κατάστημά του παρά την πλατείαν Δικαστηρίων» που εγκαινιάστηκε «επιδεικτικώς» δύο μήνες μετά. Έναν μήνα μετά την Κέρκυρα, τον Σεπτέμβριο του 1894, το ίδιο γινόταν στο Ληξούρι. Συγκροτούσαν αντίστοιχο εργατικό αλληλοβοηθητικό φορέα με την ονομασία «Εργατικός Σύνδεσμος «Η Αδελφοποίησις»», η σύσταση του οποίου είναι καταχωρημένη και σε Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως το 1895 και αντίγραφα του καταστατικού του -που ψηφίστηκε τις 12 Σεπτεμβρίου 1894- σώζονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη και στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.

Στο Αργοστόλι τα εγκαίνια της λειτουργίας του συλλόγου γιορτάστηκαν πανηγυρικά με άνθη και τραγούδια από τη Φιλαρμονική. Σημαία-λάβαρό του «με δύο συνεσφιγμένα χέρια ως σύμβολον της ελπίδος και της πίστεως περιήχθη ανά την πόλιν» σε μια λαϊκή γιορτή «έως νυκτός» τις 14 Σεπτεμβρίου 1894. Ξεχώριζε μια επιγραφή με το σύνθημα «Σέβας εις τας γυναίκας». Γρήγορα ξεπέρασαν τα διακόσια τα μέλη.

Περιγραφές βεβαιώνουν ότι ξεσηκώθηκαν αντιδράσεις «μη οι εργάτες αδελφούμενοι εν τω Συνδέσμω χειραφετηθώσιν» και τον περιέγραφαν «διά των μελανωτέρων χρωμάτων». 

Στο Ληξούρι ο Σύνδεσμος έκανε εγκαίνια στην πλατεία Παντοκράτορα με σημαίες, μυρσίνες, δάφνες, ενετικούς φανούς, έκθεση εργατικών αλλά και αγροτικών εργαλείων, ομιλίες, τραγούδια από τη Φιλαρμονική, ανάκρουση του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» και πορεία με επιγραφές-πλακάτ με συνθήματα «Ελευθερία, Ισότης και Αδελφότης», «Αλληλεγγύη των εργατικών τάξεων» και «Ζήτω και των γεωργώνε π’ όλοι από δαύτους τρώνε» τις 10 Οκτωβρίου 1894. Ήταν, όπως περιγράφεται, «ημέρα εργατικής πανηγύρεως καθ’ ην ο εργάτης έγνω, ιδών περί εαυτόν, ότι τα περί τούτον είναι έργα αυτού, έργα των χειρών του, και ουδέν έχει». Σύμφωνα με σωζόμενα στοιχεία, ιδρύθηκε «υπό φιλοτίμου και προοδευτικής νεολαίας» και στους σκοπούς του περιλαμβάνονταν, μαζί με τις αλληλοβοηθητικές δράσεις, όπως η ιατρο-φαρμακευτική συνδρομή, «πάσα άλλη ενέργεια αφορώσα την βελτίωσιν της εργατικής τάξεως και την προστασίαν συμφερόντων της», καθώς και «παντός του ελληνικού λαού». Τακτικό μέλος του μπορούσε να γίνει «πας εργάτης πάσης εθνικότητος και θρησκείας διαμένων ενταύθα», άνω των είκοσι ετών, ενώ άλλοι εργάτες που δεν έμεναν μόνιμα στο Ληξούρι, προφανώς όπως οι ναυτικοί, μπορούσαν να γίνουν «αντεπιστέλλοντα μέλη», όπως μάλλον και αγρότες. Η σφραγίδα του έφερε «ως σύμβολον δύο χείρας συνεσφιγμένας» και «άνωθεν τον ήλιον ανατέλλοντα». Ίδρυσε σχολή εκπαίδευσης «των εργατικών παίδων του Λαού» με πέντε δασκάλους και 128 μαθητές σε πρώτη φάση. Ανέπτυξε πρωτοπόρο ρόλο προωθώντας κοινωνική συμμαχία με τους αγρότες, οργάνωσε συλλαλητήριο για το σταφιδικό ζήτημα στο νησί και υπέβαλε στις Αρχές δέσμη προτάσεων «ίνα μετριάση την ορμήν της καταμαστιζούσης ημάς αθλιότητος». 

Παναγής Φαρακλός, Σταύρος Μενεγάτος Γεράσιμος Ρόκος, Σπύρος Ζακυθηνός, Παναγής Αβελήνης, Φώτης Σαβράμης, Αναστάσιος Μοσχόπουλος, Κώστας Λέλος, Μιχαήλ Βερτότος, Παναγιώτης Διακάτος, είναι μερικά από τα ονόματα των πρωταγωνιστών της οργανωμένης αυτής εργατικής δράσης στο Αργοστόλι και το Ληξούρι τα χρόνια 1894-1895 και κατοπινά χρόνια.

Ο Παναγιώτης Πανάς στην εφημερίδα του «Έγερσις» κατήγγειλε «ραδιουργίες» εις βάρος τους και σημείωσε με τη φλογερή πένα του σε άρθρο του με τον τίτλο «Εργατικοί Σύλλογοι»: «Οι εργάται αδελφούμενοι εν τοις τοιούτοις συλλόγοις, συσκεπτόμενοι εν αυτοίς, διδασκόμενοι να διακρίνωσι τα πραγματικά συμφέροντά των και να σέβωνται τας γνώμας και τας ιδέας των αδελφών των, μανθάνοντες ν’ ανευρίσκωσι την αλήθειαν διά της συζητήσεως, και μόνον της συζητήσεως, δεν θα είναι πλέον ευάλωτοι, ως ήσαν πριν, και δεν θα χρησιμεύσωσιν ως παίγνια εκείνων, οι οποίοι έχουσι συμφέρον να διαιρώσιν αυτούς, όπως τους μεταχειρίζωνται όργανα εις τους ολεθρίους σκοπούς των». Τασσόταν υπέρ της κοινής δράσης εργατών και αγροτών και τόνιζε για τον πρωτοπόρο ρόλο των εργατών: «Η φωνή των είναι αδύνατον να μη αντηχή και εις τας καρδίας των αγροτικών πληθυσμών, οι οποίοι εν τοις εργατικοίς συλλόγοις των πόλεων θα ευρίσκωσι πάντοτε ειλικρινείς συμβούλους και αφιλοκερδείς οδηγούς».

Πρωταγωνίστησαν τότε στο Αργοστόλι, κατά τον Πέτρο Πετράτο, ο τυπογράφος Σταύρος Μενεγάτος και ο ράφτης Κώστας Λέλος.

Οι πρόγονοί μας βρίσκονταν πια στο μεταίχμιο της μετάβασης από την παλιά συντεχνιακή και αλληλοβοηθητική επαγγελματική φάση του εργατικού κινήματος στις νέες σωματειακές συνδικαλιστικές μορφές με ξεκαθαρισμένη την ταξική κοινωνική συνείδηση των μελών τους.

Πλησίαζε και η ώρα που θα ξεκαθάριζε ο σοσιαλιστικός ορίζοντας των πρωτοπόρων εργατών με στροφή στις ιδέες του Καρλ Μαρξ και τον επιστημονικό σοσιαλισμό για την ανάγκη κατάκτησης νέου κοινωνικού συστήματος και επιβολής «εργατικού κράτους». Αυτό θα γινόταν πολύ εμφατικά στην Κέρκυρα, στο ισχυρότερο βιομηχανικό κέντρο των Επτανήσων, όπου ήδη τρεις μέρες νωρίτερα από την Πρωτομαγιά του 1860, τις 28 Απριλίου 1860, ο μαθητής του Σολωμού λόγιος Νικόλαος Κονεμένος διατύπωνε σε επιστολή του προς τον ευρισκόμενο στη Ζάκυνθο τότε αφορεσμένο από την Εκκλησία και Πρωτομαγιά γεννημένο Κεφαλονίτη λόγιο Ανδρέα Λασκαράτο την πρώτη σε όλον τον ελληνικό χώρο, εξ όσων γνωρίζουμε, ευμενή κριτική στον κομμουνισμό και τις ιδέες του.

Το 1944 ιδρύθηκε το Εργατικό Κέντρο Λευκάδας των ημερών μας. Ωστόσο όπως και στη Ζάκυνθο έτσι και στο νησί αυτό, όπου ο συγγενής του Νικόλαου Κονεμένου ποιητής Άγγελος Σικελιανός διακήρυξε πως «δεν είναι χίμαιρα να καβαλάς το όνειρο», οι ρίζες του εργατικού κινήματος είναι πολύ παλιές. Το ίδιο και το Εργατικό Κέντρο.

Πολύτιμα εργατικά αρχεία, όπως το εικονιζόμενο για τη σύσταση «Ένωσης εργατών βυτοποιών Λευκάδας» το 1937 -που αποτελεί άλλη μία απόδειξη ότι ο διαχωρισμός εργοδοτών και εργαζομένων είχε αγγίξει πια όλες τις παλαιές κοινές συντεχνίες- σε πολλές περιπτώσεις εχάθηκαν, ως αποτέλεσμα λεηλασίας. Αστυνομικές-κρατικές αρχές, μέλη παρακρατικών οργανώσεων, συνδικαλιστές-τσιράκια μεγαλεπιχειρηματιών και αστικών κομμάτων με μένος εναντίον των εργατών που ετάσσονταν υπέρ της πάλης των τάξεων, του αγώνα για δικαιώματα και της ανατολής μιας άλλης κοινωνίας δίκαιης, λειτούργησαν  καταστροφικά κατά καιρούς όχι μόνο στη Λευκάδα, αλλά και στα άλλα νησιά του Ιονίου. Οι καταστροφικοί ναζιστικοί βομβαρδισμοί στην Κέρκυρα τον Σεπτέμβριο του 1943 και οι σεισμοί και οι πυρκαϊκές του 1953 στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά ευθύνονται εξίσου για την απώλεια πολύτιμων αρχείων.

Διασώζεται απόδειξη ότι υπήρξε από τον 19ο αιώνα και στη Λευκάδα, όπως με κάποιες ενδείξεις είχε αναφέρει ο Νίκος Καμήλος το 2011, οργανωμένη εργατική δράση. Το 1892 ήδη λειτουργούσε «Εργατική Αδελφότητα». Η σύστασή της αναγνωρίστηκε με καταχώρησή της σε Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, στο τεύχος Α’ με αριθμό 18, τις 29 Ιανουαρίου του 1893 με υπογραφή του τότε υπουργού Εσωτερικών Γεωργίου Θεοτόκη. Το καταστατικό της, όπως αποκαλύπτεται, είχαν ψηφίσει 63 μέλη του τις 15 Νοεμβρίου 1892. Είχε κι αυτή αλληλοβοηθητικό χαρακτήρα και στους σκοπούς της περιλαμβανόταν και η δωρεάν «διδασκαλία αναγνώσεως, πρακτικής αριθμητικής, εφαρμογής γεωμετρικών γνώσεων, ιερών μαθημάτων, ιστορίας,  γεωγραφίας, βοτανικής, φυσικής, υγιεινής, αρχών δικαίου, τεχνικών μαθημάτων» σε δικό της «κατάστημα».  

Η σφραγίδα της ορίστηκε να γράφει «Εργατική Αδελφότητα εν Λευκάδι» καθώς και τις λέξεις «Αγάπη, Ενότης, Εργασία» και να απεικονίζει

«εν τω μέσω δύο χείρας ηνωμένας». Ο ίδιος φορέας υπήρχε και τις αρχές της δεκαετίας του 1930, με πρόεδρο τον Αριστομένη Αλβανίτη. 

Πότε να έγινε, άραγε, η πρώτη εργατική απεργία στα Επτάνησα;

Μήνα Μάη το 1911, μάλλον, στον μεγαλύτερο βιομηχανικό κολοσσό που υπήρξε ποτέ στα Επτάνησα. Στην Κέρκυρα. Τότε, σύμφωνα με τον Ζούμπο και τον συλλογικό τόμο «Σοσιαλιστικός Όμιλος Κέρκυρας», εξέσπασε απεργία στο ανεγερμένο το 1871 εργοστάσιο παραγωγής σχοινιών και σακιών «Αλέξανδρος Δεσύλλας», που έφτασε ν’ απασχολεί ακόμη και περισσότερους από χίλιους εργαζόμενους στις δόξες του. Περισσότερους από πεντακόσιους είχε τότε και η απεργία έγινε για την επαναπρόσληψη τριών άδικα απολυμένων εργατριών.

«Οι ώρες δουλειάς 10, 12, 14, τα μεροκάματα μεροκάματα πείνας», διέσωσε ο Άγις Στίνας. «Η συνδικαλιστική οργάνωση, προ παντός στου Δεσύλλα, αυστηρά απαγορευόταν και κάθε υπόνοια για μια τέτοια κίνηση στους εργάτες αντιμετωπιζόταν με μαζικές απολύσεις. Ακόμα, κάθε διαμαρτυρία ή απλώς παράπονο συνεπήγετο επίσης άμεση απόλυση. Τα πρόστιμα ήταν ένα επί πλέον μέσο ληστείας των εργατών. Στου Δεσύλλα δούλευαν πολλοί εργάτες και εργάτριες από τα κοντινά

στην πόλη χωριά (Κανάλια, Αλεπού, Ποταμός κλπ.). Έπρεπε να ξεκινήσουν ξημερώματα για να είναι στην ώρα τους στη δουλειά. Πάντα φυσικά με τα πόδια. Πολλές φορές τον χειμώνα γίνονταν μούσκεμα από την βροχή. Και μερικές φορές, παρά τις προσπάθειές τους να είναι στην ώρα τους στο εργοστάσιο, αργούσαν μερικά λεφτά ή μισή ώρα. Η ποινή ήταν πρόστιμο (…) Αυτή την εποχή η Κέρκυρα ήταν ίσως η περισσότερο βιομηχανικά ανεπτυγμένη από όλες τις επαρχιακές πόλεις της χώρας».

Στο εργατικό-λαϊκό προάστιο Γαρίτσα συνέβη αυτό, σε μια περιοχή όπου τα χρόνια της αρχαίας Κέρκυρας, σύμφωνα με τον Θεόδωρο Παππά του Ιονίου Πανεπιστημίου, λειτουργούσε μεγάλο εργαστήριο κεραμικής με κεραμικούς κλιβάνους για την κατασκευή εξαγόμενων οξυπύθμενων αμφορέων και συναφών προϊόντων, προφανώς με δούλους σαν εκείνους που ετάχθηκαν πολεμικά με τους Δημοκρατικούς εναντίον των Ολιγαρχικών στον περίφημο κερκυραϊκό Εμφύλιο του 5ου π.Χ. αιώνα, κρίνοντας την έκβασή του. Λίγες δεκαετίες πριν απ’ την ίδρυση του εργοστασίου  «Δεσύλλα» υπήρχαν ακόμη στη θέση αυτή εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης παρακείμενων αλυκών άλατος, μιας δραστηριότητας συνυφασμένης, όπως θα δούμε παρακάτω, με το πρώτο γνωστό υπόμνημα Κερκυραίων σχετικά με τους όρους εργασίας, τα τέλη του 18ου αιώνα.

Εκεί λειτουργούσε πια το εργοστάσιο «Δεσύλλα», που ο γιος του ιδιοκτήτη του έγινε και βουλευτής του «κεντρώου» χώρου, καθώς η αστική τάξη πάντα επένδυσε σε δύο πολιτικά «ταμπλό». Μια νέα κερκυραϊκή εργατική οργάνωση, ο «Αλληλοβοηθητικός Εργατικός Σύνδεσμος», με διεκδικητική κιόλας στόχευση και υποστηρικτές ακόμη και προοδευτικούς νομικούς-διανοούμενους με αστικές αντιλήψεις όπως ο πρόεδρός του Παναγιώτης Γιωτόπουλος και ο Θεόδωρος Μακρής, είχε οργανώσει την πρώτη αυτή απεργία. Επηρέαζαν τον Σύνδεσμο, συγχρόνως, Κερκυραίοι και άλλοι Επτανήσιοι σοσιαλιστές, μεταξύ των οποίων ο Κεφαλονίτης χριστιανοσοσιαλιστής βουλευτής Νικόλαος Μαζαράκης, υποστηρικτής του «Σοσιαλιστικού Κέντρου Κέρκυρας» και συνεργάτης της ομάδας του Πλάτωνα Δρακούλη, καθώς και Αθηναίοι σοσιαλιστές όπως ο Νίκος Γιαννιός και στελέχη του αθηναϊκού βενιζελικού κόμματος των «Φιλελευθέρων» που πρέσβευαν την ταξική συνεργασία. Αυτός ο Εργατικός Σύνδεσμος είχε χαρακτήρα Εργατικού Κέντρου. Σώζεται έγγραφό του με ημερομηνία 22 Φεβρουαρίου 1911. Ιδρύθηκε το 1910 και τις 6 Μαρτίου 1911 είχε εκλέξει διοικητικά όργανα.

Ένας σύγχρονος «Εργάτης», μια νέα εφημερίδα ταγμένη σαφώς με το μέρος των δικαιωμάτων της τοπικής εργατικής τάξης, του νέου Εργατικού Συνδέσμου και του τοπικού «Σοσιαλιστικού Κέντρου» -που έφτασε το 1912 να πουλάει 900 φύλλα- κυκλοφορούσε πια στην Κέρκυρα. Με θέσεις υπέρ της εξαφάνισης της «πλουτοκρατίας» και ενός «υπέρλαμπρου σοσιαλιστικού οικοδομήματος», δηλώνοντας ότι «τα συμφέροντα των Εργατικών τάξεων είναι ασυμβίβαστα και μάλιστα εκ διαμέτρου αντίθετα με τα συμφέροντα των κεφαλαιούχων». Τον υποστήριζε, μεταξύ πολλών άλλων, ο τυπογράφος Ιωσήφ Βεντούρας, αυτός που το 1943 έμελλε ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή στις φυλακές της Κέρκυρας, αρνούμενος να αποκαλύψει στους Ιταλούς κατακτητές του νησιού το τυπογραφείο του ΕΑΜ στην πόλη του νησιού.

Με μια νέα τριήμερη απεργία το 1912 οι εργάτες του εργοστασίου «Δεσύλλα» είχαν απαιτήσει μείωση των ωρών εργασίας, που έφταναν και τις δεκατέσσερις την ημέρα! 

Το 1912 στην Κέρκυρα, σύμφωνα με τον Κορδάτο, μια απεργία «πήρε μισοεπαναστατικό χαρακτήρα». Απήργησαν δυναμικά οι εργάτες του εργοστασίου αεριόφωτος. Όπως συμβαίνει και τώρα με τα μεγάλα ξενοδοχεία του νησιού, έχανες τον λογαριασμό σε ποια κεφάλαια, ελληνικά και ξένα, ανήκαν οι εταιρείες. Γίνονταν γνωστές σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές των βιομηχάνων. Απ’ το 1887 εργοστάσιο ομπρελών, με κυβερνητική απόφαση, είχε απαλλαγεί από δημοτικούς φόρους. Τη δεκαετία του 1870, σύμφωνα με τον Κορδάτο, Κερκυραίοι εργάτες-μετανάστες στην Αίγυπτο, ενδεχομένως φευγάτοι απ’ το νησί λόγω διώξεων, είχαν πρωτοστατήσει στην ίδρυση εργατικών συνδέσμων στην Αλεξάνδρεια. Η αργή και βασανιστική ωρίμανση του τοπικού εργατικού κινήματος έφερε αυτές τις πρώτες απεργίες.

Οι πρωταρχικές απεργιακές εκρήξεις στα 1911-1912 έκαναν πιο ξεκάθαρη κι έφεραν εγγύτερα την ανάγκη σύστασης εργατικών σωματείων, αλλά και ιδεολογικού «ξεκαθαρίσματος» γύρω από τις μεθόδους, τον χαρακτήρα, τις προϋποθέσεις και τους στόχους των εργατικών και σοσιαλιστικών κινήσεων και οργανώσεων της Κέρκυρας και της Επτανήσου. Τον Μάη του 1911 ολοκληρώθηκαν προεργασίες και την 1η Ιουνίου αναγγέλθηκε η ίδρυση «Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας» με γραφείο στην περιοχή της Πιάτσας στο κέντρο της πόλης, με πορτρέτο του Καρλ Μαρξ μεταξύ άλλων. Με νέους εργατικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς, σαφώς επηρεασμένους απ’ τη φιλοσοφία εκείνου που το 1859 είχε γράψει σε εφημερίδα της Νέας Υόρκης άρθρο για την κατάσταση στην Κέρκυρα και στ’ άλλα αγγλοκρατούμενα Ιόνια νησιά, στιγματίζοντας τις βρετανικές φρικαλεότητες και την εκμετάλλευση του λαού. Ναι, οι ιδέες του συντάκτη εκείνου του άρθρου Καρλ Μαρξ σφράγιζαν την εξέλιξη. 

Τον Αύγουστο του 1912 το αγαπημένο νησί-θέρετρο βασιλιάδων, πριγκίπων, αυτοκρατόρων και βαρόνων του χρήματος το συγκλόνισε ένα νέο, ανάκουστο σύνθημα, τυπωμένο σε εβδομαδιαία εφημερίδα του νέου Ομίλου τιτλοφορούμενη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία» με εργάτη υπεύθυνο έκδοσης και το όνομα του Καρλ Μαρξ κάτω απ’ τον τίτλο της: «Εργάτες όλου του Κόσμου ενωθήτε»! Επίσης, με στίχους της «Διεθνούς των Εργατών» ή αλλιώς του «Διεθνούς Σοσιαλιστικού Ύμνου» στην πρώτη σελίδα της.

Να, όπως αναγράφεται σε φύλλο της εφημερίδας -που σώζεται όπως και φύλλο του «Εργάτη» στην Αναγνωστική Εταιρία  Κέρκυρας- τι είδους κράτος επιθυμούσαν: «Κράτος όμως όχι σαν το σημερινό, που είναι αντιπρόσωπος της πλουτοκρατίας, αλλά κράτος εργατικό. Κράτος που δεν θα υποστηρίζει εκμετάλλευση καμία, αφού εκμετάλλευση δεν θα υπάρχει. Κράτος που θα έχει πολίτες εργάτες και εργάτριες και οργάνωση Δημοκρατική. Διαχειριστές θα είναι με τη σειρά τους όλοι οι πολίτες… Έτσι η συνολική ιδιοκτησία και δημοκρατική οργάνωση και διαχείριση αυτής θα είναι η νέα πολιτική και οικονομική μορφή της κοινωνίας».

Ο Κορδάτος συμπεριέλαβε στην «Ιστορία» του ως ενδεικτικό των προωθημένων εργατικών ιδεολογικών θέσεων της εφημερίδας ετούτο το απόσπασμα με την υπογραφή του διευθυντή της εργάτη και καπνοπώλη Τίτου Ρέγγη:

«Δεν ήξερα πως υπάρχει άρθρο στον Π.Ν. (το 204) που τιμωρεί εκείνον που με γραψίματά του κινεί το μίσος των πολιτών μεταξύ τους και ούτε πως υπάρχει το άρθρο 167 του Π.Ν. που τιμωρεί την απεργία. Εμείς οι εργάτες, βλέπετε, έχουμε απέραντες νομικές γνώσεις! Ενόμιζα σαν κουτός εργάτης (!) πως όπως ο πλουτοκράτης έχει δικαίωμα να κλείση το εργοστάσιό του όποτε του καπνίση και να στέλνη τους εργάτες του να φάνε αέρα, έτσι και ο εργάτης, έλεγα, πως μπορεί όταν θέλη, να πη δε δουλεύω. Κι έλεγα πως όπως όλη μέρα οι πλουτοκράτες μάς πολεμάνε και συνεννούνται μεταξύ τους για να μας εξολοθρεύσουν, έτσι και οι εργάτες μπορούν να ενώνονται και να εκφράζουν λόγια που κινούν το μίσος των συναδέλφων τους εργατών προς το πλουτοκρατικό καθεστώς. Αυτά ενόμιζα, όταν προχτές που εκράχτηκα στην ανάκριση (…) έμαθα πως αυτή η ισότης που εγώ νόμιζα πως υπάρχει μεταξύ των ρωμιών είναι φανταστική και πως η ισότης είναι ένα πράγμα πολύ ελαστικό, που γίνεται όπως θέλουν οι πλουτοκράτες που διοικούν».    

Από αυτόν το «Σοσιαλιστικό Όμιλο Κέρκυρας»

ξεπήδησαν σημαντικοί αγωνιστές-συνδικαλιστές εργάτες και υπάλληλοι με επίκεντρο το μεγάλο λιμάνι της Κέρκυρας και ο ίδιος αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας το 1918, με θέσεις που συνέβαλαν στη διακήρυξη ότι το νέο αυτό κόμμα, δηλαδή το μετέπειτα Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, αποτελεί «πολιτική και οικονομική οργάνωση του προλεταριάτου σε ξεχωριστό κόμμα τάξεως διά την κατάκτησιν της πολιτικής εξουσίας και την δημοσιοποίησιν των μέσων της παραγωγής και ανταλλαγής, δηλ. την μεταβολήν της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας εις κοινωνίαν κολλεχτιβικήν ή κομμουνιστικήν» και τη «διεθνή συνεννόηση και δράση των εργατών».

Τίτος Ρέγγης, Κώστας Βιτουλαδίτης, Σπύρος Λούμπος, Σπύρος Τράνακας, Γρηγόρης Φάντης, Σπύρος Ράλλης, Σπύρος Λευτεριώτης, είναι μερικοί από τους πρωτοπόρους εργάτες-μέλη του «Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας» το 1911.

Την ίδια αυτή χρονιά ο γεννημένος στην Ιθάκη και μεγαλωμένος στην Κέρκυρα ποιητής Λορέντζος Μαβίλης -που σε σονέτο του συνέδεσε την έννοια της Πρωτομαγιάς με την έννοια της Πατρίδας- μιλούσε στο Εργατικό Κέντρο Βόλου, κάτω από πορτρέτα του Σολωμού και του Μαρξ, για τη δημοτική γλώσσα.

Οι βδομάδες ισοδυναμούσαν με χρόνια και οι μήνες με δεκαετίες στην αποκρυστάλλωση όσων χρειάζονταν να γίνουν για ένα δυνατό, ανατρεπτικό εργατικό κίνημα, προσανατολισμένο σε μια σοσιαλιστική – κομμουνιστική δημοκρατία. Δεν έλειπαν ούτε τότε οι συγχύσεις, μα ο τροχός της Ιστορίας κύλαγε πια γοργά. (Συνεχίζεται…)